- επιδειξιμανία
- η мед. эксгибиционизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιδειξιμανία — και επιδειξιομανία, η ψυχοπαθολογική κατάσταση κατά την οποία ο πάσχων παρορμάται να επιδεικνύει στους άλλους τα γεννητικά του όργανα … Dictionary of Greek
επιδειξίας — ο [επίδειξη] 1. αυτός που επιδιώκει να επιδεικνύεται, να προβάλλεται στους άλλους 2. αυτός που πάσχει από επιδειξιμανία … Dictionary of Greek
επιδειξιμανής — και επιδειξιομανής, ές αυτός που πάσχει από επιδειξιμανία … Dictionary of Greek